Results (
Greek) 3:
[Copy]Copied!
κάνω χρήση, συνηθίζω, μεταχειρίζομαι,...
{
use
}
απασχολώ, εκμισθώνω, μεταχειρίζομαι,...
{
employ
}
ασκούμαι, εξασκώ, εφαρμόζω
{
practice
}
ασκούμαι, εφαρμόζω, εξασκώ
{
practise
}
μεταχειρισμένος, χρησιμοποιημένος
{
used
}
μεταχειρισμένος, έμμεσος
{
second hand
}
φορεμένος, χαλασμένος
{
worn
}
παλιός, γέρικος, γεροντικός, χρόνιος,...
{
old
}
Being translated, please wait..
